πανιέρως

πανιέρως
πανίερος
all-holy
adverbial
πανίερος
all-holy
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πανίερος — η, ο / πανίερος, ον, ΝΜΑ πολύ ιερός, ιερότατος, αγιότατος || (νεοελλ. μσν.) (το αρσ. στον υπερθ. βαθμό) πανιερότατος και πανιερώτατος τιμητικός τίτλος που αποδίδεται κατά τις προσφωνήσεις σε μητροπολίτη ή επίσκοπο τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • ՍՐԲԱԶՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0759 Chronological Sequence: 8c, 11c գ. ἰερωσύνη sacerdotium, sanctitas ἰερολογία sacra eloquia. իսկ πανιέρως sacrosancte. Սրբազանութիւն. սրբութիւն. քահանայութիւն. հայրապետութիւն. գերագոյն պատիւ, կարգ, եւ Սուրբ գիրք. եւ Պատուականութիւն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”